- ξεσκάω
- βλ. ξεσκάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεσκάω — ξεσκάω, ξέσκασα βλ. πίν. 206 και πρβλ. ξεσκάζω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
ξαραθυμώ — ξαραθυμῶ και ξεραθυμῶ, άω (Μ) ξεφεύγω από τις στενοχώριες μου, ξεδίνω, ξεσκάω, ευθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + ἀραθυμῶ] … Dictionary of Greek
ξεσκάζω — και ξεσκάω και ξεσκάνω 1. απαλλάσσομαι από έγνοιες και φροντίδες, ψυχαγωγούμαι, διασκεδάζω («θα πάω έναν περίπατο για να ξεσκάσω») 2. σκάζω, ανοίγω με το βράσιμο («θα βράσω καλά το σιτάρι, ώσπου να ξεσκάσει»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σκάζω / σκάνω … Dictionary of Greek
ξεσκάζω — και ξεσκάω ξέσκασα, διώχνω τις έγνοιες, διασκεδάζω, το ρίχνω έξω, λησμονώ, ξεχνώ, ηρεμώ: Βγες έξω να ξεσκάσεις λίγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)